παλάσκα

παλάσκα
και μπαλάσκα, η
1. στρ. μικρή δερμάτινη θήκη για φυσίγγια
2. δερμάτινος σάκος κυνηγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palaska < αρχ. γερμ. flasca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλάσκα — η (λ. ουγγρική), μικρή δερμάτινη ή από μουσαμά θήκη για τα φυσίγγια στρατιωτών ή κυνηγών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… …   Dictionary of Greek

  • αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… …   Dictionary of Greek

  • αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • βελονωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με βελόνα, μυτερός 2. φρ. «βελονωτά...» ή «βελονάτα όπλα» όπλα στα οποία βελονοειδής προεξοχή χτυπάει το καψούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο, των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά… …   Dictionary of Greek

  • δεξιήνεμος — η, ο (για πλοίο ή για την πορεία του) αυτός που δέχεται τον άνεμο από τα δεξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + άνεμος. Το η τής λ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δεξιόπλοκος — δεξιόπλοκος, ο (για σχοινιά, νήματα κ.τ.ό.) ο στριμμένος προς τα δεξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + πλοκος < πλέκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φιλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • ισοβύθιστος — η, ο (για πλοία) αυτός που έχει το ίδιο βύθισμα στην πρώρα και στην πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγων τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φιλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • καταβύθιση — η 1. το να καταβυθιστεί κάτι, το βούλιαγμα, ο καταποντισμός («η καταβύθιση τού πλοίου») 2. ο σχηματισμός ιζήματος, καθίζηση 3. χημ. διεργασία κατά την οποία σχηματίζεται μια αδιάλυτη στερεά ουσία μέσα σε ένα διάλυμα 4. γεωλ. κατακόρυφη προς τα… …   Dictionary of Greek

  • μεσόστεγο — το ναυτ. ο κλειστός χώρος ή το περίκλειστο υπόστεγο γύρω από τη γέφυρα πλοίου, κν. ταμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στέγη (πρβλ. υπό στεγο). Η λ., στον λόγιο τ. μεσόστεγον, μαρτυρείται από το 1876 στον Λ. Παλάσκα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”